αλυσιδάκι

αλυσιδάκι
το (Μ ἁλυσιδάκι)
1. μικρή αλυσίδα
2. είδος ραψίματος για διακόσμηση ενδυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁλυσιδάκι(ν), υποκορ. τού ουσ. ἁλυσίδι(ν) με την παραγ. κατάλ. -άκι(ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλυσίδι — το (AM ἁλυσίδιον και είδιον) μικρή αλυσίδα, αλυσιδάκι ή απλώς αλυσίδα νεοελλ. 1. αλυσοειδές κόσμημα του λαιμού, περιδέραιο 2. λυσίδι, μικρή ποσότητα νήματος, μέρος τής «κούκλας», τσικλί, ματσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁλυσίδιν < μτγν. ἁλυσίδιον,… …   Dictionary of Greek

  • αλύσι — ἁλύσι, το (Α ιον) αλυσιδάκι, μικρή αλυσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἁλύσιον, υποκορ, τού ουσ. ἅλυσις. Από το ἁλύσιον το νεώτ. αλύσι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”